μίσθαρνος — wageearner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσθαρνοι — μίσθαρνος wageearner masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθάρνισσα — μισθάρνισσα, ἡ (ΜΑ) (θηλ. τού μίσθαρνος) [μίσθαρνος] μισθωτή υπηρέτρια … Dictionary of Greek
μισθάρνης — και μισθαρνής, ὁ (Α) αυτός που εργάζεται με μισθό, ο μισθωτός εργάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἄρνυμαι (πρβλ. μίσθαρνος] … Dictionary of Greek
μισθαρνία — η (Α μισθαρνία) [μίσθαρνος] 1. εργασία με μισθό 2. λήψη μισθού, είσπραξη μισθού νεοελλ. σύστημα εργασίας κατά το οποίο ο εργοδότης, στις διαπραγματεύσεις καθορισμού τού μισθού, ενδιαφέρεται αποκλειστικά να εξασφαλίσει τον ελάχιστο δυνατό μισθό… … Dictionary of Greek
μισθαρνικός — ή, ο (Α μισθαρνικός, ή, όν) [μίσθαρνος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στη μισθαρνία ή στον μίσθαρνο, αυτός που γίνεται με μισθό («μισθαρνική εργασία») … Dictionary of Greek
μισθαρνώ — (Α μισθαρνῶ, έω) [μίσθαρνος] 1. (γενικά) λαμβάνω μισθό για εργασία που παρέχω («τί δέ; τὴν ἰατρικὴν μισθαρνητικήν, ἐάν ἰώμενός τις μισθαρνῇ;» Πλάτ.) 2. (ειδικά) πληρώνομαι, εξαγοράζομαι για να πράξω κάτι φαύλο και ανήθικο («ὁ μισθαρνῶν ὄχλος»,… … Dictionary of Greek
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
ar-2 oder er- — ar 2 oder er English meaning: to distribute Deutsche Übersetzung: “zuteilen; (med.) an sich bringen” Grammatical information: with IE nu present Material: Av. ar (present ǝrǝnav , ǝrǝnv , preterit pass. ǝrǝnüvī) “ grant,… … Proto-Indo-European etymological dictionary